- χαροποιήσῃ
- χαροποιέωmake joyfulaor subj mid 2nd sgχαροποιέωmake joyfulaor subj act 3rd sgχαροποιέωmake joyfulfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαροποίηση — η, Ν [χαροποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροποιώ … Dictionary of Greek
χαροποίηση — η χαρμονή, καλοκάρδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοκάρδισμα — και καλοκάρδιασμα, το [καλοκαρδίζω] χαροποίηση, χαρά, αγαλλίαση, ευχάριστη ψυχική διάθεση από ευτυχή συμβάντα … Dictionary of Greek